Από μακριά που έρχονται τους νιώθω,
τόσο κοντά, ως μιαν ανάσα
Ξέρουν τι πρέπει να γίνει.
Τα κουρελιασμένα μαύρα φτερά
τους ανοίγουν για να
μπλοκάρουν τον ήλιο μου-
Σαν γιγάντιες μπάλες φωτιάς
που φωτίζουν τον ουρανό
ακούω το κλάμα από ένα μωρό
το αιώνιο αυτό κλάμα
του μωρού που δε μεγάλωσε ποτέ.
Μπήκαν και έσπειραν τον φόβο παντού
για να περικυκλώσουν,
και να θωρακίσουν στο σκοτάδι το φως
η καρδιά μου ραγισμένη ζητά να επέμβει ο Θεός-
όμως κατά βάθος γνωρίζω πολύ καλά…
Πως οι άνθρωποι κάνουν τα ίδια λάθη ξανά
Σε μια ιστορία που κοιμήθηκε στη λήθη
μυρίζω, στην ατμόσφαιρα τη σήψη
Όποιος μπορέσει τα μάτια να κλείσει
το όνειρο απόψε απαλά ας κοιμίσει…