Μέρες, μήνες, χρόνια τώρα, με ήλιο, με βροχή, στέκει ακίνητο, ατάραχο στο τσουχτερό κρύο. Εκεί, στο πάρκο της Χιροσίμα, επάνω σε θολωτό μνημείο, στέκεται το χάλκινο γλυπτό ομοίωμα της μικρής ηρωίδας. Το πρόσωπο του αγέλαστο, μα αγγελικά γλυκό, καθώς τα μικρά σαρκώδη του χείλη, η χαριτωμένη επίπεδη μυτούλα και τα ανορθωμένα ζυγωματικά μαρτυρούν μιαν αδιόρατη θλίψη. Μα σαν το καλοκοιτάξεις μιαν ασύλληπτη χαρά αντιφεγγίζει η όψη του. Οι όμορφες κοντές πλεξούδες των μαλλιών στολίζουν τους στενούς ώμους.
Ένα μικρό κορίτσι με τα λεπτεπίλεπτα χέρια του ανυψωμένα, ορθάνοιχτα, με τις παλάμες ελαφρά λυγισμένες να δείχνουν τον ουρανό. Τα χέρια της ανοιχτά απλώνονται σ’ Ανατολή και Δύση, αντίστοιχα. Κρατούν ένα χρυσοχάλκινο ογκώδες ομοίωμα γερανού. Σαν φύλακας άγγελος φαίνεται πάνω απ’ το παιδικό κεφάλι, με ανοιγμένα τα χρυσά του φτερά. Στέκει με το ’να του φτερό ακουμπισμένο στ’ ακροδάχτυλα της αριστερής παλάμης και τ’ άλλο του φτερό στη δεξιά παιδική της χούφτα. Μοιάζει έτοιμος να πετάξει, να ταξιδέψει, να διασχίσει τους γαλάζιους διαδρόμους τ’ ουρανού. Σαν να ’χει μια ιερή αποστολή να επιτελέσει. Σαν να το υποσχέθηκε σ’ εκείνο το καθάριο των ματιών της. στο αθώο βλέμμα της που τώρα καρφώνεται πέρα μακριά, στου ορίζοντα την άκρη. Σαν μια σιωπηρή κραυγή να καθρεφτίζει, μια επιθυμία, μια ελπίδα, μια αιώνια προσευχή.
Το ευθυτενές παράστημα του γλυπτού, που αγέρωχο ορθώνεται στο πέρασμα του χρόνου, διαγράφει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το ψιλόλιγνο κορμί της, αναδεικνύοντας την κομψή αέρινη σιλουέτα της. Είναι η Σαντάκο Σασάκι. Ένα λιτό απέριττο κοντό φόρεμα αποκαλύπτει τη μοναδική χάρη των σμιλεμένων της ποδιών. Πόδια εφηβικά πατούν γυμνά και άφοβα στην κορυφή του θολωτού μνημείου. Το ένα πόδι εμπρός και τ’ άλλο πίσω. Σαν για να πετάξουν ελεύθερα πια σε καθαρό ουρανό. Ουράνιο χορό να σύρουν. Τι κι αν ήταν μια αθώα παιδική ψυχή; Τι κι αν έκανε όνειρα; Και να ’ταν μόνο αυτή; Μήπως και τ’ άλλα παιδιά; Δεν έκαναν όνειρα; Μήπως να το περίμενε κι αυτή; Μικρό κορίτσι κι η χώρα σε εμπόλεμη κατάσταση. Άραγε να το θυμάται, τότε που ο πόλεμος όδευε στη λήξη του; Κανείς δεν το ανέμενε. Κανείς δεν φανταζόταν. Σαν δυναμίτης έσκασε η βόμβα και το μικρό κορμάκι της, να το θυμάται άραγε, δύο χρονών, κοιμότανε. Διέλυσε τη γη. Παιδιά έπαιζαν στον ήλιο, κι ο ήλιος κρύφτηκε. Σκοτάδι. Κι ήτανε μόλις δύο χρονών.
Να είδε άραγε το μανιτάρι του καπνού που απλώθηκε σαν πέπλο; Να ένιωσε άραγε πως ήταν κι αυτή ανάμεσά στους επιζώντες; Να ένιωσε πως ήταν ανήμπορη να φύγει, ν’ αποδράσει; Μα και να το ’κανε, θα ’χανε τον δρόμο, το μονοπάτι που θα την οδηγούσε σ’ αυτό εδώ το πάρκο. Μόνο που δεν ξεχνά, το βλέπει κανείς στα μάτια της. Μικρά σωματίδια να αιωρούνται στη μολυσμένη ατμόσφαιρα της Χιροσίμα. Είχαν πια βρει καταφύγιο στο σώμα της γενναίας μα τόσο δα μικρής ηρωίδας.
Τι κι αν μεγάλωνε; Να το ήξερε τότε που δώδεκα χρονών πια έτρεχε πιο γρήγορα απ’ όλους τους συμμαθητές της; Να το υποψιάστηκε πως εκείνη η σκόνη, εκείνος ο καπνός είχαν αρπάξει πρώτοι τη σκυτάλη κι έτρεχαν σαν αγρίμια, φέρνοντάς την σ’ ένα τέρμα όπου το έπαθλο θα ήταν η απρόσμενη ασθένεια; Μήπως κι εκείνη δεν έτρεχε γι’ αυτό; Για να την ξεπεράσει, να τη νικήσει, να τη συνθλίψει, ν’ αποτελειώσει την αθέλητη αρρώστια; Τότε που πάλευε να πάρει τα ηνία στα χέρια της, να την προλάβει, ν’ ανοίξει τα φτερά της, να πετάξει.
Πέρασαν μέρες, μήνες κι εκείνη πάλευε. Πάλευε σαν δυνατό λιοντάρι. Έμαθε να φτιάχνει χάρτινους γερανούς. Θα γινόταν καλά, της είχαν πει, αν έφτιαχνε χίλιους. Κι εκείνη προσηλώθηκε. Ήλπιζε. Εκατό, διακόσιοι, τριακόσιοι, τετρακόσιοι… Ασθμαίνοντας δούλευε το χαρτί και το χαρτί τελείωνε και ήθελε κι άλλο να της φέρουν… Να συνεχίσει. Έπρεπε! Πεντακόσιοι, εξακόσιοι, επτακόσιοι… Παρέμενε άσβεστη η φλόγα της ελπίδας, τής μιλούσε… Οκτακόσιοι, εννιακόσιοι… Κόντευε… εννιακόσιοι ενενήντα… Συνέχιζε… Όλο μπροστά. Εννιακόσιοι ενενήντα εννέα, χίλιοι… Η αόρατη κλωστή που ένωνε τα όνειρα με τη ζωή είχε κοπεί και χίλιοι γερανοί τη συνόδευσαν στο μακρινό ταξίδι. Και τώρα, η χάλκινη μορφή της, σε περίοπτη θέση, αγναντεύει πια τον κόσμο, υπερήφανη μα πάντα συμπονετική, παιδί καθώς ήταν δεν είχε μάθει να μισεί. Και τα παιδιά στο πάρκο, πολλά παιδιά με γερανούς στα χέρια της τραγουδούν.
Κι εκείνη, με το βλέμμα της, μια άδολη αγνότητα, μια ατόφυα αθωότητα τούς στέλνει. Σαν να θέλει να ανταλλάξει ευχές αιώνιας ειρήνης. Τ’ αγκαλιάζει. Στέκει απάνω απ’ τους μικρούς της φίλους. Σαν να θέλει να παίξει, να χορέψει. Να πλημμυρίσει το πάρκο χάρτινους γερανούς. Λευκοί να ξεχυθούν σαν το καθάριο βλέμμα της, που στιγμές λες πως θα ξεκολλήσει, θα ξεχυθεί σαν άνεμος χαράς, για να βρεθεί ανάμεσά τους. Κι ο γερανός, ο αγαπημένος της, που στέκει υπομονετικά σύντροφος πιστός, με τα φτερά του ανοιγμένα, ακοίμητος φρουρός, την προστατεύει. Η Σαντάκο Σασάκι είναι εκεί. Στέκει ασάλευτη στο πάρκο της Ειρήνης, μα δεν ξεχνά. Στέλνει μια πολυπόθητη ευχή στην οικουμένη: «Όχι πια πόλεμος. Ας βασιλέψει η ειρήνη».