Ένα βράδυ το 1990, ο Χάρης κι ο Νικόλας συχνάζουν σ’ ένα μπαρ του Κολωνακίου. Για εκείνο το μπαρ υπήρχε μύθος που έλεγε πως από εκεί μέσα γεννιούνται μεγάλοι έρωτες που δύσκολα ξεπερνιούνται. Παρέμενε όμως μύθος ή ήταν μια πραγματικότητα;
Οι δύο φίλοι κάθισαν στα ψηλά σκαμπό που υπήρχαν στην μπάρα, παρήγγειλαν από ένα ουίσκι κι άρχισαν να μιλούν. Όλα κυλούσαν ομαλά μέχρι που εμφανίστηκε μια ψηλή, ξανθιά οπτασία. Καθώς μιλούσε ο Χάρης με τον φίλο του “πέφτει” το μάτι του σ’ εκείνη. Κόντεψε να πνιγεί με το ποτό του μόλις την είδε και τότε σκέφτηκε “Πρέπει να πάω να της μιλήσω”.
Καθώς εκείνη κοιτούσε αριστερά και δεξιά για να βρει τον σερβιτόρο κοίταξε τον Χάρη. Αυτός τότε άρχισε να ξεροκαταπίνει και να ιδρώνει, όμως παρέμεινε ψύχραιμος. Αφού ο σερβιτόρος πήγε την παραγγελία της δεσποινίδος, ο Χάρης άρχισε να τη φλερτάρει με το να της πετάει φιστίκια αλλά η αστοχία του δημιουργούσε παρεξηγήσεις μέχρι που τα κατάφερε αλλά την πέτυχε στο μάτι. Η γυναίκα κοίταξε προς την μπάρα, τον εντόπισε, του άστραψε μία με την τσάντα και έφυγε νευριασμένη. Ο Νικόλας που ήταν πιο δίπλα παρακολουθούσε το γεγονός και γελούσε.
Στη συνέχεια όμως της βραδιάς ο Χάρης προσπαθούσε και πάλι να προβάλει τις αρσενικές του χάρες προς τις γυναίκες. Μετά από πολλούς τσακωμούς, κυνηγητό και βρισίδι εντοπίζει μια κοπέλα που καθόταν μοναχή της δίχως παρέα. Τότε σκέφτηκε “Άντε να πάω και σε αυτήν τώρα που είμαι ζεστός”. Την πλησιάζει και την χαιρετάει, του ανταποδίδει τον χαιρετισμό κι εκείνος κάθεται μαζί της, την κερνάει ένα ποτό κι από εκείνη τη στιγμή το βράδυ του Χάρη κυλάει όμορφα, σε αντίθεση με το Νικόλα που απλά τον παίρνει ο ύπνος από το μεθύσι και τον κλωτσά ο μπάρμαν να δει αν ζει. Κάποιος όμως κακοήθης θα έλεγε ότι η ιστορία μας τελειώνει εδώ, αλλά δεν ισχύει. Μετά από πέντε χρόνια γάμου του Χάρη και της κοπέλας εν ονόματι Σμαράγδα ακολούθησαν ο χωρισμός, το δικαστήριο, μηνύσεις από το σόι της νύφης και ένα δύσκολο μέλλον για τον πρωταγωνιστή αυτού του διηγήματος, σε αντίθεση με τον Νικόλα που φήμες λένε πως μετακόμισε στα νησιά Φίτζι και έγινε λαϊκός βάρδος.
Το τελικό συμπέρασμα λοιπόν του μύθου από το μπαρ στο Κολωνάκι είναι πως παραμένει μύθος αλλά το ότι ο Νικόλας αποτρέπει όποιον μπαίνει σ’ αυτό για να συναντήσει τον έρωτα της ζωής του είναι πραγματικότητα που δεν αλλάζει.