Καθόταν μόνος του στην πολυαγαπημένη του πολυθρόνα, δεν ήθελε να παραδεχτεί ούτε ακόμα και στον εαυτό του πως την είχε σιχαθεί. Έπινε τον πρωινό του καφέ, πικρό και μουντό όπως η καθημερινότητά του. Μια από τις μηχανικές του κινήσεις ήταν να ανοίξει την τηλεόραση. Ο ήχος της φωνής του δημοσιογράφου που εκφωνούσε τις ειδήσεις ήταν απλά ένα συνεχόμενο βουητό που κάλυπτε το κενό της ησυχίας. Δεν τον συντάραζαν πλέον όλα αυτά που άκουγε άλλωστε, όχι μετά απ’ όσα έχει περάσει.
Κατευθύνθηκε στη δουλειά του με τα πόδια σήμερα. Το μεταχειρισμένο αμάξι που είχε αγοράσει όσο-όσο δεν ήταν πλέον για χρήση. Δεν είχε λεφτά να πάρει κάτι καλύτερο, είχε να εργαστεί μήνες λόγω της άσχημης ψυχολογικής του κατάστασης. Στο παλιό του δεν μπορούσε να μπει, του ήταν αδύνατο. Μπήκε στο δικηγορικό του γραφείο, έκανε ένα νεύμα στην γραμματέα του, πήρε τον φάκελο με τις υποθέσεις και ξεκίνησε να εργάζεται. Δεν τον γέμιζε πλέον η εργασία, είχε καταντήσει σαν εκείνους τους δυστυχισμένους ανθρωπάκους που εργάζονται μόνο για να βγάλουν τα προς το ζην, χωρίς πάθος για το αντικείμενο που με πολλή αγάπη είχε επιλέξει. Ο λεπτοδείκτης του ρολογιού έκανε έναν εκνευριστικό ήχο που του τρυπούσε το αυτί ενώ το άσπρο του χαρτιού σε συνδυασμό με τα μικρά μαύρα γράμματα κούραζαν τα μάτια του.
Η μέρα πέρασε όπως κάθε άλλη. Βγήκε από το γραφείο, χαιρέτισε μ’ ένα άχρωμο «καληνύχτα» τη γραμματέα του και κατευθύνθηκε προς το σπίτι. Έβαλε τα κλειδιά στην κλειδαριά της εξώπορτας και μπήκε μέσα. Η ησυχία ήταν διαπεραστική, δεν άντεχε την ησυχία του σπιτιού του. Άνοιξε κατευθείαν πάλι τις ειδήσεις και πήγε να βάλει τις πιτζάμες του. Κάθισε λίγο στο κρεβάτι και κοίταξε δίπλα του, την πλευρά που κοιμόταν εκείνη. Σκέφτηκε τα καστανά σγουρά μαλλιά της, εκείνες τις μπούκλες που τύλιγε στα δάχτυλα του ώσπου να κοιμηθεί. Το σγουρό της μαλλί είχε πάρει και ο μικρός τους, το μόνο πράγμα που είχε πάρει από κείνη. Χαιρόταν που ο γιός του του έμοιαζε και ευχόταν η κόρη τους, που ήθελαν με τόση λαχτάρα να αποκτήσουν, να έμοιαζε με την γυναίκα που τόσο αγαπούσε. Ήθελε κι αυτή να πάρει τις καστανές όμορφες μπούκλες της μαμάς της. Έτσι ήθελε να τις θυμάται, καστανές. Καστανές και όχι κόκκινες.
Καλοκαίρι ήταν, είχαν πάει όλοι μαζί για μερικά ψώνια στο σούπερ μάρκετ. Αφού έκαναν τα ψώνια και τα φόρτωσαν στο αυτοκίνητο κατάλαβε πως είχε ξεχάσει τo πορτοφόλι του πάνω στο ταμείο. Άφησε τη γυναίκα και τον γιο του στο αμάξι και έτρεξε μέσα στο σούπερ μάρκετ με τον φόβο μήπως το πορτοφόλι του είχε κάνει φτερά. Η ταμίας φύλαξε το πορτοφόλι, του το έδωσε και κατευθείαν η καρδιά του ξαναμπήκε στη θέση της. Την ευχαρίστησε και κατευθύνθηκε προς την έξοδο. Το πρώτο πράγμα που αντίκρισε όταν βγήκε ήταν η πόρτα του συνοδηγού και η μια από τις δύο πίσω πόρτες να είναι ανοιχτές. Συνέχισε να πλησιάζει και να διακρίνει την μορφή της γυναίκας του πίσω απ’ το τζάμι, πίσω απ’ το τζάμι πάνω στο οποίο ξεχώριζε κάτι κόκκινα κυκλικά σημάδια. Εκείνη την ώρα σταμάτησε να σκέφτεται, απλά συνέχιζε και συνέχιζε να προχωράει, ώσπου έφτασε δίπλα απ’ την πόρτα του συνοδηγού. Κοίταξε τις κόκκινες πλέον από αίμα μπούκλες της, την ανοιχτή πληγή δίπλα από τον κρόταφό της και τις πιτσιλιές στα δερμάτινα καθίσματα. Κοίταξε μέσα στο αυτοκίνητο από την πίσω πόρτα, εκεί που ο γιος του φαινόταν να κοιμάται σαν μικρό αγγελούδι με την μεγάλη κόκκινη στάμπα πάνω στην λευκή του μπλούζα να προδίδει τον αιώνιό του ύπνο.
Δεν θυμάται τι έγινε μετά από αυτά που αντίκρισε, μόνο τη φωνή μιας περαστικής γυναίκας που ούρλιαζε από φόβο με τούτο το θέαμα. Κάποιος αμέσως μετά κάλεσε την αστυνομία και ακολούθησαν τα διαδικαστικά. Το υλικό από τις κάμερες τούς βοήθησαν να βρουν τους δύο άπειρους ληστές που πανικοβλήθηκαν όταν η γυναίκα και το παιδί άρχισαν να φωνάζουν και πάτησαν τη σκανδάλη. Δεν ικανοποιήθηκε ούτε στο ελάχιστο με την σύλληψή τους, δεν τον ένοιαζε αυτό άλλωστε. Του πήραν όλη την ζωή του μέσα από τα χέρια, κάτι που ήταν ανεπανόρθωτο. Παράτησε το αμάξι σε μια μάντρα, άφησε για πολύ καιρό την δουλειά του και πενθούσε ώσπου δεν του απέμεινε κανένα συναίσθημα πλέον, κανένα δάκρυ, μόνο το απόλυτο κενό.
Έτσι, κάθεται πάλι πίνοντας τον πικρό του καφέ στην φθαρμένη, άβολη πολυαγαπημένη του πολυθρόνα. Κενός, μόνος, χαϊδεύοντας νοερά καστανές μπούκλες.