Από μικρός ο Παντελής
αχάραγα ξυπνούσε
και τις δραχμές του άπληστα
κι αχόρταγα μετρούσε
Μασούρια λύρες έκρυβε
σωρό κάτω απ’ το στρώμα
κι αν του ‘μενε κανά ψιλό
το ξόδευε στο πιόμα
Ποτές του δεν αξιώθηκε
βιβλίο ένα να διαβάσει
και κάθε διαφορετικό
μισούσε μη του μοιάσει
Τα πιο μικρά απ’ τα παιδιά
στο ξύλο στο σχολείο
αδίσταχτα τα χτύπαγε
του φαίνονταν αστείο
Με το μπαστούνι βάραγε
σκύλους στη γειτονιά του
κι έναν παρά δεν έδινε
μήτε και στα παιδιά του
Μονάχα ‘κείνος κοίταγε
πως μπράβους θα τα κάνει
να του φυλάνε το χρυσό
και να τον αυγατάνει
Με τον καιρό μεγάλωσαν
και τα μικρά παιδιά του
να ρουφιανεύουν τα ‘μαθε
τα χούγια τα δικά του
Ποιος απεργία συζητά
και ποιος μισθό γυρεύει
να ζει λίγο καλύτερα
κάρφωνε στον αφέντη
Και ποιος μιλάει στην εργατιά
για δίκιο κι εξουσία
στη βία ποιος αντιστέκεται
και ποιος στην αδικία
Και όλοι τον φοβόντουσαν
όσοι ήτανε κοντά του
και λίγα λόγια είχανε
μ’ αυτόν και τα παιδιά του
Στο εργοστάσιο που άνοιξε
αργότερα στην πόλη
λειψό το μεροκάματο
και τον μισούσαν όλοι
Αλλά κανείς δε τόλμαγε
και κόντρα να του πάει
και τη φτωχή γυναίκα του
την έφαγε και πάει
Κι ύστερα θέση έλαβε
κι αυτός στην εξουσία
κι έτσι κατά πως ήξερε
κυβέρναε μ’ απληστία
Και το φτωχό το τόπο του
αντί να τον φροντίζει
κοιτούσε να εκμεταλλευτεί
αυτός για να πλουτίζει
Μια μέρα όμως ο λαός
λιγώθηκε απ’ τη πείνα
σύσσωμος ξεσηκώθηκε
με τούτα και μ’ εκείνα
Στο αρχοντικό του Παντελή
όρμησε σαν ακρίδα
και το κακό που γίνηκε
ρώτησα μα δεν είδα
Αργότερα μαθεύτηκε
πως βρέθηκε πνιγμένος
μ’ ένα βαρύ χοντρό σκοινί
σε δέντρο κρεμασμένος
Με Θεία Δίκη πλήρωσε
την τόση την κακία
και δάκρυ ένα δεν έτρεξε
γι’ αυτόν στη συνοικία.