Εργαζόταν σε μια τηλεφωνική εταιρεία, σε κείνες που ήθελες δεν ήθελες άκουγες συζητήσεις και θα μπορούσες ακόμη και να επηρεάσεις τη ζωή αυτού που τηλεφωνούσε.
Η ίδια ήταν μια κοπέλα σαν όλες τις άλλες, που φορούσε ρούχα καθημερινά, κρατούσε μια τσάντα της σειράς, είχε μαλλιά καλοχτενισμένα, μα κανείς δεν θα της έριχνε μια δεύτερη ματιά. Της το είχε πει και η Μαίρη, η ψυχολόγος-μοναδική της φίλη, ότι δηλαδή της έλειπε αυτό το «κάτι» που θα κάνει κάποιον να ενδιαφερθεί για κείνη.
Θυμόταν μικρή στο σχολείο αυτή της η …ασημαντότητα άλλοτε της έβγαινε σε καλό και άλλοτε την πλήγωνε βαθιά. Όταν λοιπόν ένας καθηγητής αναζητούσε έναν μαθητή για εργασία ή για ένα θέλημα, ποτέ δεν κοιτούσε προς το μέρος της. Τότε πίστευε πως αυτό ήταν καλό, γιατί έτσι γλύτωνε την επικριτική ματιά των καθηγητών, ενώ τώρα θυμώνει με τον εαυτό της, γιατί θεωρεί πως από τότε άρχισαν όλα.
Οι συναδέλφισσές της, διαδίδονταν ότι είχαν βγάλει χρήματα κρυφακούγοντας εμπορικά και χρηματιστηριακά τηλεφωνήματα. Ακολουθούσαν λέει όλες το παράδειγμα του Ωνάση, που ξεκίνησε ως βραδινός χειριστής τηλεφωνικού κέντρου και ονειρεύονταν κι εκείνες να γίνουν πάμπλουτες. Δεν την ενδιέφεραν τα χρήματα, εξάλλου δεν είχε υποχρεώσεις να καλύψει, ήταν μόνη, χωρίς γονείς και χωρίς ουσιαστική ζωή.
Εξαιτίας της αδιάφορης εικόνας της, που πολλές φορές την έκανε ένα με το περιβάλλον είχε ζήσει ένα γεγονός που δεν το έχει εκμυστηρευτεί σε κανέναν. Ήταν τότε που είχε σταματήσει σ’ ένα περίπτερο να πάρει ένα μπουκάλι νερό, ακούμπησε στο δέντρο για να το πιεί, ενώ ένας σκύλος σήκωσε το πόδι του και την κατούρησε. Αυτό κι αν ήταν προσβολή! Ένα με το δέντρο, ένα με το φυτό, μια ύπαρξη χωρίς υπόσταση. Σκεφτόταν: «Στεκόμουν ακίνητη, φορούσα πράσινα ρούχα, ήταν καλοκαίρι, έκανε ζέστη» και έβγαζε εκατοντάδες δικαιολογίες απ’ το μυαλό της, μα το γεγονός παρέμενε γεγονός.
Την Τρίτη άκουσε δύο τηλεφωνήματα: μια ογδοντάχρονη καλούσε τον εγγονό της να της στείλει ασθενοφόρο και μια μητέρα τον άντρα της γιατί η κόρη τους, χρήστης ναρκωτικών ουσιών, είχε πέσει σε κώμα και έπρεπε να πάει άμεσα στο νοσοκομείο που εφημέρευε.
Η ίδια κάλεσε τότε το ένα και μοναδικό ασθενοφόρο του γειτονικού τους «Ευαγγελισμού» δίνοντας προτεραιότητα στη ζωή του κοριτσιού.
Αυτή της η απόφαση την έκανε στιγμιαία να νιώσει σαν Θεός που ορίζει τον κόσμο, κάνει επιλογές, δίνει κατευθύνσεις και την ανέβασε στην αυτοεκτίμησή της. Χαμογέλασε. Ήταν επιτέλους κάποια…