Στον μικρό εξάχρονο Λέλο με τα μαύρα μαλλιά και μάτια, το ωραίο χαμόγελο και το αδύνατο κορμάκι, άρεσαν πολύ τα φρούτα και ιδίως τα πεπόνια.
Ευτυχώς δεν έλειπαν ποτέ από το τραπέζι και είχε την ευκαιρία να τρώει πρωί, μεσημέρι, βράδυ.
Μα δεν του άρεσαν μόνο τα φρούτα. Το ίδιο ίσως και περισσότερο του άρεσε να διαβάζει παραμύθια, οτιδήποτε βιβλίο του έδιναν.
Μα δυστυχώς δεν είχε την ευκαιρία να έχει πολλά βιβλία γιατί οι γονείς του του έλεγαν ότι δεν είχαν χρήματα για παραπανίσια έξοδα, μιας και τα χρήματα που έβγαζαν σαν εργάτες γης, τους έφθαναν μόνο για τα απολύτως αναγκαία!
Το καταλάβαινε ο μικρός Λέλος, και έτσι προσπαθούσε μόνος του να φαντάζεται και να ονειροπολεί, να χάνεται μέσα σε ό,τι ωραίο ήθελε να έχει!
Εκείνο το βράδυ, έκοψε μια μικρή φέτα από το ολόκληρο πεπόνι όπως συνήθιζε, την έφαγε με μεγάλη ευχαρίστηση, και έπεσε να κοιμηθεί!
Πρέπει να ήταν μεσάνυκτα όταν ξύπνησε από χαρούμενες φωνές και τραγούδια. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από χρυσαφιές, μικροσκοπικές νεραϊδούλες, που άλλες έπαιζαν άρπα, άλλες φλάουτο, άλλες βιολί, άλλες κρατούσαν στα χέρια τους βιβλία, πολλά βιβλία με υπέροχες χρωματιστές ζωγραφιές!
Ο Λέλος σαστισμένος τις κοιτούσε με θαυμασμό. Οι νεραϊδούλες τού πρόσφεραν τα βιβλία που κρατούσαν, του είπαν να πάρει όσα και ό,τι θέλει, του πρόσφεραν τα μουσικά τους όργανα χορεύοντας γύρω του και δείχνοντάς του την αγάπη τους γι’ αυτόν!
Ό,τι διαλέξεις του είπαν θα γίνει δικό σου κατά δικό σου, θα χαραχτεί μέσα στην ψυχή και στο μυαλό σου και θα σε ακολουθεί για πάντα!
Πόσο χαρούμενος ήταν ο Λέλος! Αγκάλιασε με λαχτάρα τα βιβλία , τα μουσικά όργανα, ό,τι και όσα ήθελε!
Ευχαρίστησε τις μικροσκοπικές χρυσαφένιες νεραϊδούλες και έπεσε για ύπνο!
Το πρωί ένιωθε τόσο χαρούμενος, ήταν σίγουρος ότι μπορεί να κερδίσει και να μάθει ό,τι ήθελε στη ζωή του!
Κόβοντας μια φέτα απ’ το αγαπημένο του πεπόνι, πρόσεξε ότι δεν είχε καθόλου σπόρια!
Παράξενο, πρώτη φορά βλέπω πεπόνι χωρίς ούτε ένα σπόρο, και θυμήθηκε τις μικροσκοπικές, χρυσαφένιες νεραϊδούλες!
Τώρα καταλαβαίνω, ψιθύρισε ευγνώμων!