Η πλατεία ήταν γεμάτη με κόσμο. Παιδιά με πατίνια, με ποδήλατα, με ενοικιαζόμενα αυτοκινητάκια, μπλε, κόκκινα, γαλάζια, κίτρινα, τη γέμιζαν με χρώματα. Ένας άντρας με πολύχρωμα μπαλόνια στεκόταν σε μια άκρη και δίπλα του ένα μικρό παιδί διάλεξε ένα απ’ αυτά, μα αυτό του ξέφυγε κι έφυγε στον αέρα. Το παιδί έμεινε να το κοιτά με παράπονο, το έβλεπε να απομακρύνεται, να πηγαίνει ψηλά πολύ ψηλά, ώσπου χάθηκε από τα μάτια του. Ήξερε ότι δεν μπορούσε να αγοράσει άλλο. Είχε εξαντλήσει το χαρτζιλίκι που του έδωσαν. Αύριο πάλι, σκέφτηκε. Αύριο θα πάρω άλλο. Ωστόσο, του έκανε τόση εντύπωση αυτό το μπαλόνι που του ξέφυγε και πέταξε ελεύθερο στον ουρανό! Άρχισε να φαντάζεται ότι πετούσε μαζί του, διέσχιζε τον ουρανό, έβλεπε τη γεμάτη πλατεία από ψηλά. Δεν μπορούσε τώρα να διακρίνει πολλά πράγματα. Όλα είχαν γίνει πολύ μικρά. Ωστόσο, του άρεζε τόσο πολύ αυτό το ταξίδι στην ελευθερία. Σε λίγο μπήκε ανάμεσα στα σύννεφα. Τώρα δεν μπορούσε να δει και να διακρίνει τίποτε. Αυτό δε του άρεσε καθόλου. Ήθελε να γυρίσει πίσω, στη μικρή πλατεία τη γεμάτη με κόσμο, με τα αυτοκινητάκια, τα ποδήλατα, τα πατίνια, τους λιλιπούτειους φίλους του. Έκανε προσπάθεια να βγει από τα σύννεφα, αλλά μάταια. Προσπάθησε ξανά και ξανά και ξαφνικά είδε μια φωτεινή τρύπα, άρχισε να πετά προς αυτήν, μπήκε μέσα της και βρέθηκε σ έναν χώρο γεμάτο χρωματιστά μπαλόνια. Γρήγορα αναγνώρισε το δικό του μπαλόνι, πλησίασε και το πήρε στα χέρια του. Πόσο όμορφο ήταν. Ξεχώριζε ανάμεσα στα άλλα, ήταν το ομορφότερο. Το κράτησε σφιχτά. Ήταν αυτό που είχε διαλέξει ανάμεσα σε αμέτρητα άλλα.
Κρατώντας το στην αγκαλιά του συνέχισε να πετά. Ανυπομονούσε να φτάσει στην πλατεία. Ανυπομονούσε να το δείξει στους φίλους του. Και πετούσε, πετούσε με όλη του τη δύναμη, και το μπαλόνι ήταν τόσο χαρούμενο που το διάλεξε, που το αγάπησε τόσο πολύ, και τον αγκάλιασε σφιχτά βοηθώντας τον να φθάσει γρηγορότερα στην μικρή γεμάτη με κόσμο πλατεία!