ΓΡΑΦΕΙΝ

Φυσικά αίτια

Βαρέθηκα Σπύρο! Τ’ ακούς; Βα-ρέ-θη-κα. Δεν αντέχω άλλο· δε σ’ αντέχω άλλο. Εσένα και τη βρωμιά που μου ‘χεις φέρει. Όχι, όχι που μπήκες με τα παπούτσια μέσα, δε με νοιάζει πια αν θα λερώσεις το σπίτι. Ζέχνει έτσι κι αλλιώς. Τη βρωμιά της ψυχής σου βαρέθηκα.

Πενήντα. Πέντε. Χρόνια. Πανάθεμα το αλκοόλ που με πότισες για να μου πάρεις την παρθενιά. Πανάθεμα την ώρα και τη στιγμή που με πήδηξες. Πανάθεμα σε που δε σε ‘νοιαξε αν θα μείνω έγκυος. Και έμεινα. Και σε παντρεύτηκα. Πανάθεμα.

Κι έκανα υπομονή. Πενήντα. Πέντε. Χρόνια. Για το παιδί μου, το παλικάρι μου. Που πήγες να το κάνεις σα τα μούτρα σου. Και δε σ’άφησα. Κι ας μου ‘λεγες ότι με τα καμώματά μου θα το κάνω πούστη. Το παιδί μου δε σ’άφησα να το καταστρέψεις όπως κατέστρεψες εμένα. Για το παιδί μου ύψωσα ανάστημα για μία φορά κι εγώ. Είμαι περήφανη για αυτό.

Μπορεί να μη σου είπα όχι για τίποτα άλλο. «Σκάσε, μη μιλάς» εσύ. «Ναι» εγώ. «Σκατά το έκανες το φαΐ» εσύ. «Ναι» εγώ. «Σήμερα το βράδυ θα σε γαμήσω» εσύ. «Ναι» εγώ. Κάποιες φορές δεν ήθελες καν απάντηση, λες και ήταν διαταγή σε δούλο. Γιατί αυτό με κατήντησες. Δούλα, όχι γυναίκα σου. Πενήντα. Πέντε. Χρόνια.

Ώρες ώρες σκέφτομαι αν έχω να θυμάμαι κάτι καλό από σένα. Ακόμα και το σεξ υποχρέωση είχε γίνει. Μια φορά δε θυμάμαι να μου είπες «σ’αγαπώ», «σε θέλω», κάτι τέλος πάντων. Έβγαζες τα ρούχα σου, έβγαζα κι εγώ τα δικά μου και κάναμε ένα άνοστο πράγμα που δε κράταγε πάνω από δέκα λεπτά. Για πάθος ούτε λόγος. Μόνο τη πρώτη φορά, πανάθεμά την. Κι αυτό στο αλκοόλ το χρωστάμε, πανάθεμά το. Πριν πενήντα. Πέντε. Χρόνια.

Αλλά δεν άντεξα, Σπύρο. Όταν με χτύπησες, δεν άντεξα. Αυτό τουλάχιστον δε το ‘κανες τόσα χρόνια. Με έβριζες, ναι. Με έκλεισες στο σπίτι, ναι. Αλλά εκεί δεν είχες φτάσει. Έλεγες ο άντρας που τιμάει τα παντελόνια του δε σηκώνει χέρι σε γυναίκα. Γιατί ο μάγκας τα βάζει με μάγκες έλεγες. Όχι με γκόμενες.

Κι εμένα για γκόμενα μ’είχες. Αλλά η γκόμενα γέρασε με τον καιρό. Έγινε νοικοκυρά. Νοικοκυρά και μάνα. Αχ… μάνα. Να κάτι καλό, ε; Κάτι καλό που κάναμε μαζί. Το μόνο. Τι άλλο έκανες, όμως; Εγώ μαγείρευα, σιδέρωνα, καθάριζα, πρόσεχα το παιδί, τη μάνα σου που ήρθε να μείνει μαζί μας στα τελευταία της… Εσύ τι έκανες; Α, σωστά. Εσύ έφερνες τα λεφτά στο σπίτι.

Πέρασε ο καιρός. Γεράσαμε στο ίδιο σπίτι. Όχι μαζί, όχι παρέα. Αλλά συνηθίσαμε ο ένας τον άλλο. Συνήθισα κι εγώ τη κατάσταση. Συνήθισα να συγχωρώ. Κουράγιο όμως να συγχωρέσω το ξύλο δεν είχα. Πάλι καλά που γέρασες κι εσύ και δεν μπορούσες να με σκοτώσεις στο ξύλο. Αρκέστηκες σε δυο μπουνιές και τρεις σφαλιάρες. Ξινές σου βγήκαν οι μελανιές που μου χάρισες.

Α ρε Σπύρο… Τι σκεφτόσουν στην εκκλησία; Άντε, έγινε ό,τι έγινε. Μετά; Αλλά τι κάθομαι και σκέφτομαι μια τέτοια ώρα. Τότε το φλερτ σήμαινε γάμο. Πόσο μάλλον η εγκυμοσύνη.

Σε βλέπω γαμπρό ξανά μπροστά απ’ το ιερό. Τι ωραίος που είσαι, πρέπει να το πω. Αλλιώτικος σ’ όλους εκτός απ’τη μνήμη μου. Τα καστανά σου μαλλιά έχουν χάσει το χρώμα τους. Το προσωπό σου φαγωμένο απ’ τον χρόνο, μα το πουκάμισό σου λάμπει. Ο παπάς ψέλνει. «Αιωνία η μνήμη, αιωνία η μνήμη, αιωνία αυτού η μνήμη». Ακόμη να χωνέψεις το ποντικοφάρμακο που είχε η κοτόσουπα; Μη φοβάσαι, έχεις όσο καιρό θέλεις να το χωνέψεις. Αν το χωνέψεις ποτέ.

Σου άρεσε;

Διάλεξε τα αστέρια που επιθυμείς!

Μέσος όρος 5 / 5. Σύνολο ψήφων: 11

Δεν υπάρχουν ψήφοι! Γίνε ο πρώτος που θα βάλει αστεράκια.

Ηλίας Φιλιππίδης

Μέλος της μαθητικής συγγραφικής ομάδας Teenγραφείς

error: www.grafein.gr