Κατάλαβε ότι ήταν αδύνατο να βγει από τη θάλασσα. Τα κύματα δεν την άφηναν να βγει στη στεριά. Μανιασμένα τη χτυπούσαν αλύπητα. Ένιωσε την αναπνοή της να γίνεται βαριά.
Το κολύμπι ήταν η μόνη άσκηση που την ευχαριστούσε. Λίγοι μπορούσαν να αναμετρηθούν μαζί της . Με το που έφθασαν στο νησί, φόρεσαν τα μαγιό τους και έτρεξαν στην παραλία. Ο αέρας φυσούσε δυνατά και το κύμα έφθανε τα δύο μέτρα. Αν και μεσημέρι, στην καρδιά του καλοκαιριού, λιγοστά τα άτομα γύρω.
– Δε θα μπεις; Τον ρώτησε
– Γιατί εσύ θα μπεις; Δε βλέπεις πόσο κύμα έχει;
– Υπάρχουν δυο τρεις που κολυμπούν. Αυτοί πώς μπήκαν; Θα μπω κι εγώ.
– Εγώ δε μπαίνω.
Κοντοστάθηκε, μα σύντομα η αγάπη της για τη θάλασσα την πλάνεψε. Μπήκε χαρούμενη, αγνοώντας τα κύματα που έσπαγαν στο κορμί της. Σύντομα συγχρονίστηκε μαζί τους και απολάμβανε τα παιχνίδια τους.
Την ανέβαζαν ψηλά και μετά έμοιαζαν να θέλουν να την καταπιούν, μα αυτή ήξερε να ξεφεύγει και γρήγορα ανέβαινε στην επιφάνεια.
– Καλά μπήκαμε, άκουσε τη φωνή της γυναίκας λίγα μέτρα παραπέρα να λέει σ ’έναν άντρα που κολυμπούσαν μαζί. Αλλά πώς θα βγούμε να δούμε.
Τι εννοεί αναρωτήθηκε, αλλά αμέσως μετά συνέχισε να απολαμβάνει το παιχνίδι μαζί τους. Η ψυχή της είχε γεμίσει χαρά καθώς είχε αφεθεί στην αγκαλιά τους.
Τα έβλεπε να δυναμώνουν, να γίνονται θεόρατα και με δύναμη να μαστιγώνουν το κορμί της. Σταμάτησε να χαμογελά και τώρα έμοιαζε με φτερό που ο άνεμος το πάει όπου θέλει. Άρχισε να κινείται με δυσκολία προς τη στεριά. Το βλέμμα της έπεσε στο αριστερό της χέρι, το ρολόι με το μεταλλικό μπρασελέ έλειπε. Πλησίαζε προς την ακτή, μα το κύμα τώρα γινόταν ακόμη πιο δυνατό. Έσκαγε μανιασμένο επάνω της, η ανάσα της έγινε κοφτή.
Έφερε στο νου της τους αγαπημένους της. Τα δύο μικρά παιδιά της που την είχαν ανάγκη, τη ζωή της στο γραφείο με τους συναδέλφους, τις προστριβές που τώρα τις φαίνονταν τόσο ανούσιες, σε σημείο ένα χαμόγελο να σχηματιστεί στα χείλη της. Ίσως να μην ξαναδώ κανένα σκέφτηκε και με τις λιγοστές δυνάμεις της συνέχισε να κολυμπά. Ένιωσε ότι ήταν πολύ κοντά στην ακτή, μα της ήταν αδύνατο να σηκωθεί όρθια να βγεί. Άπλωσε τα χέρια με κλειστά τα μάτια. Ένιωθε να σέρνεται στην αμμουδιά και το κύμα να τη μαστιγώνει, κόβοντάς της την αναπνοή. Η αναπνοή της έγινε ένα γρήγορο λαχάνιασμα και η γεύση του αλμυρού νερού την αηδίασε.
Ένα χέρι έπιασε το απλωμένο της χέρι και την τράβηξε έξω με δύναμη. Σηκώθηκε όρθια, έκανε μερικά βήματα, η βαριά κοφτή αναπνοή της άρχισε σιγά σιγά να γίνεται φυσιολογική.
– Θα πνιγόμουν, του είπε. Λίγο ακόμη και θα πνιγόμουν. Αν δεν με τραβούσες, είπε και χώθηκε στην αγκαλιά του.